- στυπτικός
- -ή, -ό / στυπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και στυφτικός, -ή, -ό, Ν [στύφω]αυτός που επιφέρει συστολήνεοελλ.(φαρμ.) (για ουσία) αυτός που συστέλλει ισχυρά τον στοματικό βλεννογόνο, όπως είναι η στυπτηρία, τα διαλυτά άλατα τού μολύβδου, τού ψευδαργύρου, τού σιδήρου κ.λπ.μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ στυπτικόνουσία τονωτική τού ανθρώπινου οργανισμούαρχ.1. μτφ. (για πρόσ.) αυστηρός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στυπτικάιατρ. ουσίες που επιφέρουν συστολή. Επιρρ. στυπτικώς / στυπτικῶς, ΝΜΑ, και στυπτικά Νμε στυπτικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.