στυπτικός

στυπτικός
-ή, -ό / στυπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και στυφτικός, -ή, -ό, Ν [στύφω]
αυτός που επιφέρει συστολή
νεοελλ.
(φαρμ.) (για ουσία) αυτός που συστέλλει ισχυρά τον στοματικό βλεννογόνο, όπως είναι η στυπτηρία, τα διαλυτά άλατα τού μολύβδου, τού ψευδαργύρου, τού σιδήρου κ.λπ.
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ στυπτικόν
ουσία τονωτική τού ανθρώπινου οργανισμού
αρχ.
1. μτφ. (για πρόσ.) αυστηρός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στυπτικά
ιατρ. ουσίες που επιφέρουν συστολή. Επιρρ. στυπτικώς / στυπτικῶς, ΝΜΑ, και στυπτικά Ν
με στυπτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στυπτικός — στυπτικός, ή, ό και στυφτικός, ή, ό αυτός που περιορίζει την έκκριση βλέννας ή την ευκοιλιότητα: Πήρε στυπτικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στυπτικός — astringent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτικά — στυπτικός astringent neut nom/voc/acc pl στυπτικά̱ , στυπτικός astringent fem nom/voc/acc dual στυπτικά̱ , στυπτικός astringent fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτικώτερον — στυπτικός astringent adverbial comp στυπτικός astringent masc acc comp sg στυπτικός astringent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτικῶν — στυπτικός astringent fem gen pl στυπτικός astringent masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτικόν — στυπτικός astringent masc acc sg στυπτικός astringent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτικώτατα — στυπτικός astringent adverbial superl στυπτικός astringent neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτικώτατον — στυπτικός astringent masc acc superl sg στυπτικός astringent neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτικαῖς — στυπτικός astringent fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτικαί — στυπτικός astringent fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”